πλεούσα

πλεούσα
η, Ν
ναυτ.
τα ύφαλα μέρη τού πλοίου, η γάστρα, τα βρεχάμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέω + -ούσα* (πρβλ. βρομ-ούσα, ελε-ούσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλέουσα — πλέω sail pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεούσας — πλεούσᾱς , πλέω sail pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πλεούσᾱς , πλέω sail pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλβινιίδες — (Salvimaceae). Οικογένεια πτε ριδόφυτων της τάξης των υδροπτεριδωδών με μοναδικό γένος τη σαλβινία. Η σαλβινία αριθμεί 11 είδη, όλα υδρόβια, ιθαγενή των εύκρατων χωρών. Οι σ. δεν έχουν ρίζες αλλά μόνο σπόνδυλους, με τρία φύλλα ο καθένας, που… …   Dictionary of Greek

  • γάστρα — η (AM γάστρα, Α και γάστρη, η) 1. η γλάστρα 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα* νεοελλ. πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα αρχ. το εξογκωμένο… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”